.
πάρε να 'χεις :
single
επίθ. (ένας και) μοναδικός, μόνος:
not a single word ούτε μία λέξη
a single example will suffice ένα και μόνο παράδειγμα αρκεί
in single file εφ' ενός ζυγού, εις φάλαγγα κατ' άνδρα ξεχωριστός: every single day κάθε μια μέρα χωριστά
# ανύπαντρος, άγαμος:
single girl ανύπαντρη κοπέλα
# προοριζόμενος για ένα άτομο, μονός: single bed μονό κρεβάτι
# ουσ. (για πρόσωπα:) άγαμος, ανύπαντρος:
singles bar μπαρ εργένηδων
# αθλοπ. αγώνας μεταξύ δύο προσώπων
# ΦΡ. single-barrelled gun μονόκαννο όπλο
single-breasted (σακάκι κλπ.) μονόπετο
single-decker μονόροφο λεωφορείο
single-eyed μονόφθαλμος
single-handed
1. (της) μιας χειρός >
2. με το ένα χέρι >
3. μόνος και αβοήθητος
single-hearted ολόθυμος, ολόψυχος
single-minded
1. (προ)ιδεασμένος, με μία και μοναδική επιδίωξη >
2. προσηλωμένος σε ένα σκοπό
single-phase ηλ. μονοφασικός
single-schedule tariff ενιαίο δασμολόγιο
single standard
1. ενιαίο ηθικό πρότυπο, ενιαία δεοντολογία >
2. οικον. μονομεταλλισμός
single tax ενιαίος φόρος
single-use μιάς χρήσης
not a single penny ούτε δεκάρα
not a single soul ούτε ψυχή
single-bar juncture (στη γλωσσολογία:) συνεχής ζεύξη
