.
5. ID
Abkuerzung auf EN von identity =
(nach einem Woerterbuch) =
ιδιαίτερα γνωρίσματα, ταυτότητα: his identity remains unknown η ταυτότητά του παραμένει άγνωστη , identity card δελτίο ταυτότητας, establish the identity of.. εξακριβώνω την ταυτότητα του.. , on proof of sb.'s identity με απόδειξη της ταυτότητας κάποιου , απαραλλαξία, ομοιότητα: such was their identity that.. ήταν τέτοια η ομοιότητά τους που..
im Internet usw wird der Ausdruck
user ID = ταυτότητα χρήστη gebraucht...
dimitriosm
.
