.
ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο Adj. = angenehm
Also man kann sagen :
Είσαι (oder είναι) ευχάριστος στην αφή
Είσαι (oder είναι) ευχάριστη στην αφή
Είναι ευχάριστο (zB der Stoff) στην αφή
dimitriosm
.
